ανεμοστροβιλίζω

ανεμοστροβιλίζω
1. στριφογυρίζω σαν ανεμοστρόβιλος
2. περιστρέφω κάτι ανάλαφρα και γρήγορα
3. τρέχω ταχύτατα (σαν να προκαλώ ανεμοστρόβιλο με την κίνησή μου)
4. ανεμοσκορπίζω, σπαταλώ
5. φρ. «ανεμοστροβιλίζει» — πέφτουν νιφάδες χιονιού τις οποίες στροβιλίζει ο άνεμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”